Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Trophy wife
01
τρόπαιο σύζυγος, γυναίκα τρόπαιο
a young attractive woman who marries an older man with a high status and as a symbol of his success
Παραδείγματα
The billionaire arrived at the gala with his trophy wife.
Ο δισεκατομμυριούχος έφτασε στη γκαλά με τη σύζυγό του τρόπαιο.
She was labeled a trophy wife because of her age and her husband's fortune.
Τιτλοφορτήθηκε ως βραβευμένη σύζυγος λόγω της ηλικίας της και της περιουσίας του συζύγου της.



























