Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Trooper
01
στρατιώτης, πολεμιστής
a soldier of low rank who is a member of the military unit that uses either strong covering or vehicles protected by them
Παραδείγματα
The trooper was assigned to operate one of the armored vehicles.
Ο στρατιώτης ανατέθηκε να λειτουργήσει ένα από τα θωρακισμένα οχήματα.
Each trooper in the unit was equipped with full protective gear.
Κάθε στρατιώτης της μονάδας ήταν εξοπλισμένος με πλήρη προστατευτικό εξοπλισμό.
02
ένας ιππέας αστυνομικός, ένας αστυνομικός με άλογο
a mounted police officer
03
ένας αστυνομικός της πολιτείας, ένας αξιωματικός της αστυνομίας της πολιτείας
a state police officer
04
καβαλάρης, στρατιώτης σε άλογο
a soldier mounted on horseback
Λεξικό Δέντρο
trooper
troop



























