Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Trolleybus
01
τρολεϊμπούς, ηλεκτρικό λεωφορείο
a bus that operates using electricity from overhead wires rather than an internal combustion engine
Παραδείγματα
The trolleybus glided silently along the city streets.
Το τρολεϊ γλίστρησε σιωπηλά στους δρόμους της πόλης.
He rode the trolleybus to work every day to avoid traffic congestion.
Έπαιρνε το τρόλεϊ για τη δουλειά κάθε μέρα για να αποφύγει την κίνηση.



























