Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
trendsetting
01
πρωτοποριακός, καινοτόμος
leading the way in fashion, ideas, or innovation, often influencing others to follow
Παραδείγματα
The designer's trendsetting collection introduced bold new styles.
Η συλλογή πρωτοποριακή του σχεδιαστή εισήγαγε τολμηρά νέα στυλ.
The company creates trendsetting technologies that change industries.
Η εταιρεία δημιουργεί πρωτοποριακές τεχνολογίες που αλλάζουν βιομηχανίες.



























