LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Treadwheel
/tɹˈɛdwiːl/
/ˈtɹɛdˌwiɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "treadwheel"
Treadwheel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a mill that is powered by men or animals walking on a circular belt or climbing steps
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
treadmill test
treadmill
treadle
treading water
tread-wheel
treason
treasonable
treasonably
treasonist
treasonous
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App