Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transportable
01
μεταφερόμενος, φορητός
having the ability to be moved from one place to another
Παραδείγματα
The transportable picnic table folded up neatly for easy carrying to the park.
Το μεταφερόμενο τραπέζι πικ νικ διπλώθηκε τακτοποιημένα για εύκολη μεταφορά στο πάρκο.
The transportable generator provided backup power during camping trips.
Ο μεταφερόμενος γεννήτρια παρείχε εφεδρική ισχύ κατά τη διάρκεια των ταξιδιών κατασκήνωσης.
Λεξικό Δέντρο
transportable
transport



























