
Αναζήτηση
to transact
01
συναλλάσσομαι, πραγματοποιώ συναλλαγές
to do business with another person or company
Example
The bank uses secure online platforms to allow customers to transact safely from the comfort of their homes.
Η τράπεζα χρησιμοποιεί ασφαλείς διαδικτυακές πλατφόρμες για να επιτρέπει στους πελάτες να συναλλάσσονται με ασφάλεια από την άνεση των σπιτιών τους.
Businesses transact millions of dollars in deals every day, driving the global economy forward.
Οι επιχειρήσεις πραγματοποιούν συναλλαγές εκατομμυρίων δολαρίων σε συμφωνίες κάθε μέρα, προωθώντας την παγκόσμια οικονομία.

Συναφή Λέξεις