Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tome
01
ένας τόμος, ένας όγκος
a large, heavy, and typically scholarly book, often containing extensive information on a particular subject
Παραδείγματα
The library shelves were filled with ancient tomes containing knowledge from civilizations long gone.
Τα ράφια της βιβλιοθήκης ήταν γεμάτα με αρχαίους τόμους που περιείχαν γνώσεις από πολύ παλιούς πολιτισμούς.
He spent hours poring over dusty tomes in search of answers to his historical inquiries.
Πέρασε ώρες μελετώντας σκονισμένους τόμους στην αναζήτηση απαντήσεων για τις ιστορικές του ερωτήσεις.
Λεξικό Δέντρο
microtome
tome



























