tom
tom
tɑm
ταμ
British pronunciation
/tˈɒm/

Ορισμός και σημασία του "tom"στα αγγλικά

01

ένας αρσενικός οικόσιτος γάτος ή ένας αρσενικός ινδικός κόκορας, γάτος αρσενικός ή ινδικός κόκορας αρσενικός

a male domestic cat or a male turkey
02

μαστίγιο, καρβούνι

whip with or as with nettles
03

γαλοπούλα, αρσενική γαλοπούλα

male turkey
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store