Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toll road
01
διάδρομος διόδου, οδός με διόδια
a road where drivers must pay a fee to use, often to fund maintenance and improvements
Παραδείγματα
They avoided the toll road to save money.
Απέφυγαν τον διάδρομο διόδιας για να εξοικονομήσουν χρήματα.
She paid the toll at the automated booth.
Πλήρωσε το διόδια στο αυτοματοποιημένο θάλαμο.



























