LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tolinase
/tˈɒlɪnˌeɪs/
/tˈɑːlɪnˌeɪs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tolinase"
Tolinase
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a drug (trade name Tolinase) used in treating stable adult-onset diabetes mellitus
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
toleration
tolerate
tolerantly
tolerant
tolerance
tolkien
toll
toll agent
toll bridge
toll call
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App