Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Toenail
01
νύχι του ποδιού, νύχι δακτύλου ποδιού
the hard smooth part covering the end of each toe
Παραδείγματα
She accidentally stubbed her toe and broke a toenail.
Χτύπησε κατά λάθος το δάκτυλο του ποδιού της και έσπασε ένα νύχι ποδιού.
He trimmed his toenails after taking a shower.
Κόβει τα νύχια των ποδιών του μετά το ντους.
to toenail
01
οδηγώ πλάγια, σφυρηλατώ πλάγια
drive obliquely
Λεξικό Δέντρο
toenail
toe
nail



























