Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tobacconist
01
καπνοπωλείο, καπνεργοπωλείο
a shop that sells pipes and pipe tobacco and cigars and cigarettes
02
καπνέμπορος, πωλητής καπνού
a retail dealer in tobacco and tobacco-related articles
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καπνοπωλείο, καπνεργοπωλείο
καπνέμπορος, πωλητής καπνού