Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to a great extent
/tʊ ɐ ɡɹˈeɪt ɔːɹ lˈɑːɹdʒ ɛkstˈɛnt/
/tʊ ɐ ɡɹˈeɪt ɔː lˈɑːdʒ ɛkstˈɛnt/
to a great extent
01
σε μεγάλο βαθμό, κατά μεγάλο μέρος
to a significant or substantial degree, indicating a major impact or influence
Παραδείγματα
The project's success was due to a great extent to her innovative ideas.
Η επιτυχία του έργου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις καινοτόμες ιδέες της.
The landscape of the city has changed to a great extent over the past few years.
Το τοπίο της πόλης έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια.



























