LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Titlark
/tˈaɪtlɑːk/
/tˈaɪtlɑːɹk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "titlark"
Titlark
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a songbird that lives mainly on the ground in open country; has streaky brown plumage
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
titivation
titivate
titillation
titillating
titillated
title
title bar
title deed
title of respect
title page
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App