Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tirelessly
01
ακούραστα, ασταμάτητα
in a way that shows continuous effort or persistence without becoming weary or giving up
Παραδείγματα
She tirelessly advocated for children's rights across the country.
Υποστήριξε ακούραστα τα δικαιώματα των παιδιών σε όλη τη χώρα.
The volunteers tirelessly packed food parcels for the flood victims.
Οι εθελοντές ακούραστα συσκεύαζαν πακέτα τροφίμων για τα θύματα των πλημμυρών.
Λεξικό Δέντρο
tirelessly
tireless
tire



























