biracial
bi
ˌbaɪ
μπαι
ra
ˈreɪ
ρει
cial
ʃəl
σαλ
British pronunciation
/ˌbaɪˈreɪʃəl/

Ορισμός και σημασία του "biracial"στα αγγλικά

01

διφυλετικός, από δύο φυλές

representing or involving members of two different races
biracial definition and meaning
example
Παραδείγματα
The biracial child proudly embraces both sides of their cultural heritage, celebrating diversity and inclusivity.
Το διφυλετικό παιδί αγκαλιάζει με περηφάνια και τις δύο πλευρές της πολιτιστικής του κληρονομιάς, γιορτάζοντας την πολυμορφία και τη συμπερίληψη.
The biracial couple faced prejudice and discrimination from society but remained resilient in their love and commitment to each other.
Το διφυλετικό ζευγάρι αντιμετώπισε προκαταλήψεις και διακρίσεις από την κοινωνία, αλλά παρέμεινε ανθεκτικό στην αγάπη και τη δέσμευσή τους ο ένας για τον άλλο.

Λεξικό Δέντρο

biracial
racial
race
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store