Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tinker
01
καζανάς, τσιγγάνος επισκευαστής μεταλλικών σκευών
formerly a person (traditionally a Gypsy) who traveled from place to place mending pots and kettles and other metal utensils as a way to earn a living
02
συνεχιστής, άτομο που απολαμβάνει να επιδιορθώνει και να πειραματίζεται με μηχανές
a person who enjoys fixing and experimenting with machines and their parts
to tinker
01
πειραματίζομαι, τεμπελιάζω
do random, unplanned work or activities or spend time idly
02
πειραματίζομαι, ασχολούμαι χωρίς ειδίκευση
to attempt to repair something in an experimental or unskilled way
Παραδείγματα
He enjoys tinkering with old motorcycles, trying to restore them to their former glory.
Απολαμβάνει να πειραματίζεται με παλιά μοτοσικλέτες, προσπαθώντας να τις επαναφέρει στην πρώην δόξα τους.
She spent the weekend tinkering with the broken radio, hoping to get it working again.
Πέρασε το σαββατοκύριακο παίζοντας με το σπασμένο ραδιόφωνο, ελπίζοντας να το ξαναφτιάξει.
03
εργάζομαι ως τενεκέτζης, κατασκευάζω ή επισκευάζω πρόχειρα
work as a tinker or tinkerer
Λεξικό Δέντρο
tinker
tink



























