LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Time being
/tˈaɪm bˈiːɪŋ/
/tˈaɪm bˈiːɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "time being"
Time being
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the present occasion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
time and time again
time and tide wait for no man
time and motion study
time and again
time and a half
time bill
time bomb
time capsule
time clock
time constant
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App