Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tilted
01
γκρεμισμένος, κεκλιμένος
departing or being caused to depart from the true vertical or horizontal
02
εκνευρισμένος, αναστατωμένος
emotionally frustrated or distracted, usually while playing a game
Παραδείγματα
He's tilted; we can win this.
Είναι tilted; μπορούμε να το κερδίσουμε.
Do n't get tilted over a single mistake.
Μην αναστατώνεσαι από ένα μόνο λάθος.
Λεξικό Δέντρο
tilted
tilt



























