Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thoroughgoing
01
διεξοδικός, προσεκτικός
very complete, careful, and attentive to detail
Παραδείγματα
She conducted a thoroughgoing review of the research to ensure accuracy.
Πραγματοποίησε μια διεξοδική ανασκόπηση της έρευνας για να διασφαλίσει την ακρίβεια.
His thoroughgoing approach to the project left no detail overlooked.
Η διεξοδική του προσέγγιση στο έργο δεν άφησε καμία λεπτομέρεια απαρατήρητη.
02
απόλυτος, ολοκληρωτικός
without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers



























