Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Thoroughfare
01
κύρια οδός, διάδρομος
a road, street, or passage that provides a direct route or passage for vehicles, pedestrians, or both
Παραδείγματα
The highway serves as the main thoroughfare between the two cities.
Ο αυτοκινητόδρομος λειτουργεί ως κύρια οδική αρτηρία μεταξύ των δύο πόλεων.
The town 's market is located along a busy thoroughfare, attracting lots of visitors.
Η αγορά της πόλης βρίσκεται κατά μήκος ενός πολυσύχναστου δρόμου, προσελκύοντας πολλούς επισκέπτες.
Λεξικό Δέντρο
thoroughfare
thorough
fare



























