Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thick-skinned
01
παχύδερμος, δεν επηρεάζεται εύκολα από την κριτική
not easily affected by criticism, insults or negative comments
Παραδείγματα
She is thick-skinned and does n’t let negative comments bother her.
Είναι παχύδερμη και δεν αφήνει τα αρνητικά σχόλια να την ενοχλήσουν.
To be successful in politics, you need to be thick-skinned.
Για να είσαι επιτυχημένος στην πολιτική, πρέπει να είσαι παχύδερμος.



























