Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thermally
01
θερμικά, με θερμικό τρόπο
regarding the transfer, storage, or utilization of heat energy
Παραδείγματα
The material was insulated thermally to prevent heat loss in the building.
Το υλικό μονώθηκε θερμικά για να αποφευχθεί η απώλεια θερμότητας στο κτίριο.
The engine was designed to operate thermally efficiently, converting fuel into mechanical work.
Ο κινητήρας σχεδιάστηκε να λειτουργεί θερμικά αποδοτικά, μετατρέποντας το καύσιμο σε μηχανικό έργο.
Λεξικό Δέντρο
thermally
thermal
therm



























