thermic
ther
ˈθɜr
θερρ
mic
mɪk
μικ
British pronunciation
/ˈθɜːmɪk/

Ορισμός και σημασία του "thermic"στα αγγλικά

01

θερμικός, θερμοκρασιακός

relating to or involving the transformation of heat energy
example
Παραδείγματα
Engineers designed a thermic power plant to efficiently convert heat into electricity.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν ένα θερμικό εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας για να μετατρέπουν αποτελεσματικά τη θερμότητα σε ηλεκτρισμό.
The thermic expansion of the metal bridge caused it to slightly lengthen on hot summer days.
Η θερμική διαστολή της μεταλλικής γέφυρας προκάλεσε ελαφριά επιμήκυνση στις ζεστές καλοκαιρινές μέρες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store