Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thermic
01
θερμικός, θερμοκρασιακός
relating to or involving the transformation of heat energy
Παραδείγματα
Engineers designed a thermic power plant to efficiently convert heat into electricity.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν ένα θερμικό εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας για να μετατρέπουν αποτελεσματικά τη θερμότητα σε ηλεκτρισμό.
The thermic expansion of the metal bridge caused it to slightly lengthen on hot summer days.
Η θερμική διαστολή της μεταλλικής γέφυρας προκάλεσε ελαφριά επιμήκυνση στις ζεστές καλοκαιρινές μέρες.



























