Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thereby
01
έτσι, συνεπώς
used to indicate how something is achieved or the result of an action
Παραδείγματα
She followed a healthy diet, thereby improving her overall well-being.
Ακολούθησε μια υγιεινή διατροφή, έτσι βελτιώνοντας τη γενική της ευεξία.
The company adopted eco-friendly practices, thereby reducing its carbon footprint.
Η εταιρεία υιοθέτησε φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές, με αυτόν τον τρόπο μειώνοντας το αποτύπωμα άνθρακά της.



























