LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Billfold
/bˈɪlfəʊld/
/ˈbɪɫˌfoʊɫd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "billfold"
Billfold
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a pocket-size case for holding papers and paper money
word family
bill
fold
billfold
billfold
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
billet doux
billet
billed
billboard
billabong
billhook
billiard
billiard ball
billiard hall
billiard marker
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App