Terminated
volume
British pronunciation/tˈɜːmɪnˌe‍ɪtɪd/
American pronunciation/ˈtɝməˌneɪtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "terminated"

terminated
01

(of e.g. a contract or term of office) having come to an end

02

having come or been brought to a conclusion

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store