LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Billed
/bˈɪld/
/ˈbɪɫd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "billed"
billed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a beak or bill as specified
word family
bill
bill
Verb
billed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
billboard
billabong
bill-me order
bill sticker
bill russell
billet
billet doux
billfold
billhook
billiard
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App