Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Temerity
01
θρασύτητα, τολμηρότητα
the quality of being foolishly or rudely bold
Παραδείγματα
It was with considerable temerity that she questioned the CEO ’s decisions.
Με σημαντική θρασύτητα αμφισβήτησε τις αποφάσεις του CEO.
His temerity led him to openly criticize the well-respected leader.
Η θρασύτητά του τον οδήγησε να ασκήσει δημόσια κριτική στον πολύ σεβαστό ηγέτη.



























