Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
teeny-weeny
01
πολύ μικρός, μικρούλης
very tiny in size
Παραδείγματα
She wore a teeny-weeny bikini that barely covered anything.
Φορούσε ένα πολύ μικρό μπικίνι που σχεδόν δεν κάλυπτε τίποτα.
The kitten 's teeny-weeny paws made everyone in the room squeal.
Τα μικρούλα πόδια του γατάκου έκαναν όλους στο δωμάτιο να τσιρίξουν.



























