Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tchotchke
01
φτηνό κοσμήμα, επιδεικτικό κουμπί
(Yiddish) an inexpensive showy trinket
02
(Γίντις) μια ελκυστική, ασυνήθιστη γυναίκα
(Yiddish) an attractive, unconventional woman
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φτηνό κοσμήμα, επιδεικτικό κουμπί
(Γίντις) μια ελκυστική, ασυνήθιστη γυναίκα