Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tax-free
01
αφορολόγητος, εξαιρούμενος από φόρους
excused from government charges or fees which are usually excluded from workers' income or added to the price of some products and services
Παραδείγματα
The company offered a tax-free bonus to its employees.
Η εταιρεία προσέφερε ένα αφορολόγητο μπόνους στους εργαζομένους της.
She purchased items from the duty-free shop, which were tax-free.
Αγόρασε αντικείμενα από το κατάστημα χωρίς δασμούς, τα οποία ήταν αφορολόγητα.



























