Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tattily
01
με φθαρμένο τρόπο, με κουρελιασμένη εμφάνιση
in a manner that appears worn out, shabby, or of poor quality due to age or use
Παραδείγματα
She was dressed tattily after months of traveling.
Ήταν ντυμένη φθαρμένα μετά από μήνες ταξιδιού.
The old curtains hung tattily in the neglected room.
Οι παλιές κουρτίνες κρέμονταν φθαρμένα στο παραμελημένο δωμάτιο.
Λεξικό Δέντρο
tattily
tatty
tat



























