Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
synchronal
01
σύγχρονος, ταυτόχρονος
happening or existing at the same moment in time
Παραδείγματα
The synchronal movements of the dancers created a mesmerizing performance.
Οι σύγχρονες κινήσεις των χορευτών δημιούργησαν μια μαγευτική παράσταση.
The synchronal rise in demand and supply kept the market stable.
Η συγχρονισμένη αύξηση της ζήτησης και της προσφοράς διατήρησε σταθερή την αγορά.



























