Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to swinge
01
ελαφρά καίω, ελαφρά φλογίζω
to burn something lightly
Transitive: to swinge sth
Παραδείγματα
He carefully used a small flame to swinge the edges of the paper and give it a rustic look.
Χρησιμοποίησε προσεκτικά μια μικρή φλόγα για να καψε ελαφρά τις άκρες του χαρτιού και να του δώσει μια ρουστίκ εμφάνιση.
In her peculiar artistry, she chose to swinge the edges of the canvas, giving her paintings a unique, scorched aesthetic.
Στην ιδιαίτερη τέχνη της, επέλεξε να καψελίσει ελαφρά τις άκρες του καμβά, δίνοντας στους πίνακες της μια μοναδική, καμμένη αισθητική.



























