Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Swindler
01
απατεώνας, κομπιναδόρος
a person who deceives or cheats people out of money
Παραδείγματα
The swindler convinced his victims to invest in a fake business scheme.
Ο απατεώνας έπεισε τα θύματά του να επενδύσουν σε ένα ψεύτικο επιχειρηματικό σχέδιο.
Law enforcement agencies arrested the notorious swindler after a lengthy investigation.
Οι αρχές επιβολής του νόμου συνέλαβαν τον διαβόητο απατεώνα μετά από μακροχρόνια έρευνα.
Λεξικό Δέντρο
swindler
swindle



























