swindler
swin
ˈswɪn
σουιν
d
ντα
ler
lɜr
λερρ
British pronunciation
/swˈɪndlɐ/

Ορισμός και σημασία του "swindler"στα αγγλικά

01

απατεώνας, κομπιναδόρος

a person who deceives or cheats people out of money
example
Παραδείγματα
The swindler convinced his victims to invest in a fake business scheme.
Ο απατεώνας έπεισε τα θύματά του να επενδύσουν σε ένα ψεύτικο επιχειρηματικό σχέδιο.
Law enforcement agencies arrested the notorious swindler after a lengthy investigation.
Οι αρχές επιβολής του νόμου συνέλαβαν τον διαβόητο απατεώνα μετά από μακροχρόνια έρευνα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store