Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Swimming costume
01
μαγιό, κοστούμι κολύμβησης
a type of clothing worn by people when swimming or participating in water sports
Dialect
British
Παραδείγματα
She wore a new swimming costume to the beach.
Φόρεσε ένα καινούριο μαγιό στην παραλία.
He forgot his swimming costume, so he could n’t join the swimming class.
Ξέχασε το μαγιό του, οπότε δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο μάθημα κολύμβησης.



























