Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Acorn
01
βελανιδιά, καρπός της δρυός
a small, nut-like seed produced by oak trees, typically characterized by its cap and potential to grow into a new oak tree
Παραδείγματα
They watched as squirrels busily gathered acorns, storing them away for the winter.
Παρακολουθούσαν τα σκίουρα να μαζεύουν πρόθυμα βελανιδιές, τις αποθηκεύοντας για το χειμώνα.
We sat beneath the shade of an oak tree, the ground covered in a blanket of fallen acorns.
Καθίσαμε κάτω από τη σκιά μιας δρυός, το έδαφος καλυμμένο με μια κουβέρτα από πέφτοντες βελανιδιές.



























