Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Surveillance
01
παρακολούθηση, επίβλεψη
the act of monitoring a person or place, especially by the police
Παραδείγματα
The police increased surveillance in the neighborhood after a series of burglaries.
Η αστυνομία αύξησε την επίβλεψη στη γειτονιά μετά από μια σειρά κλοπών.
Surveillance footage from the security cameras helped solve the case.
Οι παρακολουθήσεις από τις κάμερες ασφαλείας βοήθησαν στην επίλυση της υπόθεσης.
Λεξικό Δέντρο
surveillance
surveil
sur
veil



























