Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
surreal
01
σουρεαλιστικός, ονειρικός
involving an unbelievable or dreamlike quality that feels unreal
Παραδείγματα
The surreal sight of the floating city left them speechless.
Η σουρεαλιστική θέα της αιωρούμενης πόλης τους άφησε άφωνους.
Winning the championship felt surreal, like a dream come true.
Η νίκη στο πρωτάθλημα ένιωθε σουρεαλιστική, σαν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.
02
σουρεαλιστικός, υπερρεαλιστικός
related to an artistic style that emphasizes the bizarre, dreamlike, or irrational, often blending reality with fantasy in unexpected ways
Παραδείγματα
The surreal style of painting uses distorted forms and illogical scenes to create a sense of mystery.
Το σουρεαλιστικό στυλ ζωγραφικής χρησιμοποιεί παραμορφωμένα σχήματα και παράλογες σκηνές για να δημιουργήσει μια αίσθηση μυστηρίου.
Surreal photography captures unusual, dreamlike scenes that challenge perceptions of reality.
Η σουρεαλιστική φωτογραφία καταγράφει ασυνήθιστες, ονειρικές σκηνές που προκαλούν την αντίληψη της πραγματικότητας.
Λεξικό Δέντρο
surrealism
surrealist
surreal
surre



























