Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bewitchingly
01
γοητευτικά, με μαγευτικό τρόπο
in a charming or irresistibly attractive way, often with a magical or mysterious quality
Παραδείγματα
She smiled bewitchingly, leaving everyone around her momentarily spellbound.
Χαμογέλασε γοητευτικά, αφήνοντας όλους γύρω της στιγμιαία μαγεμένους.
The actress moved bewitchingly across the stage, holding the audience in rapt attention.
Η ηθοποιός κινήθηκε γοητευτικά πάνω στη σκηνή, κρατώντας το κοινό σε απόλυτη προσοχή.
Λεξικό Δέντρο
bewitchingly
bewitching
bewitch
witch



























