Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Supervision
01
επίβλεψη, εποπτεία
the act or process of overseeing the activities of individuals or a group to ensure compliance with rules or objectives
Παραδείγματα
The manager provided clear supervision to the team, ensuring that project tasks were completed on schedule and according to quality standards.
Ο διαχειριστής παρείχε σαφή επίβλεψη στην ομάδα, διασφαλίζοντας ότι οι εργασίες του έργου ολοκληρώθηκαν εγκαίρως και σύμφωνα με τα πρότυπα ποιότητας.
In the manufacturing plant, close supervision of production processes was crucial to maintaining product quality and safety standards.
Στο εργοστάσιο παραγωγής, η στενή εποπτεία των διαδικασιών παραγωγής ήταν κρίσιμη για τη διατήρηση της ποιότητας του προϊόντος και των προτύπων ασφάλειας.
Λεξικό Δέντρο
supervision
supervise



























