Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
superstitious
01
δεισιδαίμων, πιστεύει σε δεισιδαιμονίες
believing in irrational or supernatural ideas or practices, often based on luck or omens
Παραδείγματα
She is superstitious about walking under ladders, believing it brings bad luck.
Είναι προληπτική με το να περπατάει κάτω από σκάλες, πιστεύοντας ότι φέρνει κακή τύχη.
His superstitious habit of carrying a lucky charm with him everywhere he goes comforts him during times of uncertainty.
Η δεισιδαιμονική του συνήθεια να κουβαλάει ένα γούρι όπου πηγαίνει τον παρηγορεί σε καιρούς αβεβαιότητας.
Λεξικό Δέντρο
superstitiously
superstitious
superst



























