Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sugarcoat
01
επικαλύπτω με ζάχαρη, γλασάρω
coat with something sweet, such as a hard sugar glaze
02
γλυκαίνω, καλλωπίζω
cause to appear more pleasant or appealing
Λεξικό Δέντρο
sugarcoat
sugar
coat
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επικαλύπτω με ζάχαρη, γλασάρω
γλυκαίνω, καλλωπίζω
Λεξικό Δέντρο
sugar
coat