Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
suddenly
01
ξαφνικά, αιφνίδια
in a way that is quick and unexpected
Παραδείγματα
Suddenly, she remembered where she had left her keys.
Ξαφνικά, θυμήθηκε πού είχε αφήσει τα κλειδιά της.
The phone rang suddenly, interrupting our conversation.
Το τηλέφωνο χτύπησε ξαφνικά, διακόπτοντας τη συζήτησή μας.
02
ξαφνικά, αιφνίδια
quickly and without warning
03
ξαφνικά, αιφνίδια
on impulse; without premeditation
Λεξικό Δέντρο
suddenly
sudden



























