Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to suckle
01
θηλάζω, ρουφώ
to nurse or feed by drawing milk from the breast or teat, typically done by babies or young animals
02
θηλάζω, ταΐζω με γάλα
give suck to
Λεξικό Δέντρο
suckled
suckling
suckle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θηλάζω, ρουφώ
θηλάζω, ταΐζω με γάλα
Λεξικό Δέντρο