Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
submissively
01
υποτακτικά, πειθαρχικά
in a manner that displays obedience
Παραδείγματα
She nodded submissively to her manager's instructions.
Έγνεψε υποτακτικά στις οδηγίες του διευθυντή της.
The employee responded submissively to every request from the boss.
Ο υπάλληλος απάντησε υποτακτικά σε κάθε αίτημα του αφεντικού.
Λεξικό Δέντρο
submissively
submissive
submi



























