Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stuck
01
κολλημένος, παγιδευμένος
fixed tightly in a particular position and incapable of moving or being moved
Παραδείγματα
The stuck door would n't budge no matter how hard they pushed.
Η κολλημένη πόρτα δεν κινούνταν, όσο δυνατά και αν έσπρωχναν.
He tried to open the stuck jar lid with a rubber grip but failed.
Προσπάθησε να ανοίξει το κολλημένο καπάκι του βάζου με μια λαβή από καουτσούκ αλλά απέτυχε.
02
κολλημένος, μπερδεμένος
baffled
Λεξικό Δέντρο
unstuck
stuck
stick



























