LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Strung-out
/stɹˈʌŋˈaʊt/
/stɹˈʌŋˈaʊt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "strung-out"
strung-out
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
addicted to a drug
word family
strung-out
strung-out
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
strung
strumpet
strum
struggling
struggler
strut
strut stuff
struthio
struthio camelus
struthiomimus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App